- σκεύει
- σκεύ̱ει , σκεῦοςvesselneut nom/voc/acc dual (attic epic)σκεύ̱εϊ , σκεῦοςvesselneut dat sg (epic ionic)σκεύ̱ει , σκεῦοςvesselneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εργάσιμος — η, ο (AM ἐργάσιμος, ον και ος, η, ον) [εργασία] ο χρόνος κατά τον οποίο οφείλει ή μπορεί να εργάζεται κανείς («εργάσιμες ώρες γραφείου») αρχ. μσν. (για γη) καλλιεργήσιμος αρχ. 1. αυτός που επιδέχεται κατεργασία («ἐν παντὶ σκεύει ἐργασίμῳ… … Dictionary of Greek
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek